νιτρώ

νιτρώ
νιτρῶ, -όω (Α) [νίτρον]
εμβαπτίζω κάτι μέσα σε νίτρο, καθαρίζω κάτι με νίτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νίτρῳ — νίτρον sodium carbonate neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CIMOLUS it. CIMOLIS — CIMOLUS, it. CIMOLIS Ptol. Cimolia Obsequenti, c. 100. Polino, teste Nigrô, insul. maris Cretici, cuius meminit Ovid. l. 7. Met. v. 463. Hinc humilem Myconen, cretosaque rura Cimoli. Bocharto, l. 1.Chanaan. c. 14. gum ahal dici videtur, i. e.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωμα — νίτρωμα, τὸ (Α) [νιτρώ] 1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.) 2. πιτυρίδα …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • προνιτρώ — όω, Α προεκνιτρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νιτρῶ «εμβαπτίζω σε νίτρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”